- τσαλαβούτας
- [цалавутас] ουσ. а. пачкун, неряха.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τσαλαβούτας — ο, Ν [τσαλαβουτώ] 1. αυτός που βαδίζει απρόσεκτα και πατά μέσα στις λάσπες 2. (γενικά) απρόσεκτος, τσαπατσούλης … Dictionary of Greek
τσαλαβούτας — ο 1.που βαδίζει απρόσεχτα και πατά στις λάσπες. 2. μτφ., άνθρωπος ακατάστατος, τσαπατσούλης, άτσαλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)